Όπως και τα περισσότερα είδη κυττάρων, τα βλαστοκύτταρα μπορούν θεωρητικά, να συντηρηθούν σε θερμοκρασίες υγρού αζώτου, για αιώνες.
Όπως και τα περισσότερα είδη κυττάρων, τα βλαστοκύτταρα μπορούν θεωρητικά, να συντηρηθούν σε θερμοκρασίες υγρού αζώτου, για αιώνες.
Το ομφαλικό αίμα, φυλάσσεται μέσα σε δοχεία διπλών τοιχωμάτων από ανοξείδωτο ατσάλι, μέσα στο οποίο υπάρχει υγρό άζωτο. Τα δοχεία αυτά δεν λειτουργούν όπως τα ψυγεία, τα οποία καταναλώνουν ρεύμα για την παραγωγή ψύχους, αλλά ως γιγαντιαία «θερμός», όπου η ύπαρξη και μόνο υγρού αζώτου μέσα στο δοχείο εξασφαλίζει τη χαμηλή θερμοκρασία. Τα δοχεία της CRYOTECH είναι εξοπλισμένα με αυτόματο σύστημα αναπλήρωσης αζώτου και έχουν αυτονομία, σε περίπτωση διακοπής της παροχής αζώτου, που υπερβαίνει τον 1 μήνα. Η λειτουργία των δοχείων παρακολουθείται και καταγράφεται 24 ώρες το 24ωρο.
Επιπλέον, ολόκληρο το εργαστήριο είναι εξοπλισμένο με αυτόματη ηλεκτρογεννήτρια, η οποία εξασφαλίζει την απρόσκοπτη λειτουργία των συστημάτων καταγραφής (η θερμοκρασία των δοχείων φύλαξης δεν επηρεάζεται από την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος).
α). Η Ευρωπαϊκή Συνθήκη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική (1998)
β). Ο Νόμος 3305/2005
γ). Το Π.Δ. 26/2008 (Ενσωμάτωση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 23/ΕΚ/2004 και του Συμβουλίου της 31/3/2004 καθώς και των συναφών προς αυτήν οδηγιών 17/ΕΚ/2006 και 86/ΕΚ/2006)
Ο καταλληλότερος χρόνος για να έρθουν τα ζευγάρια σε επαφή με την CRYOTECH είναι ο 7ος με 8ος μήνας, χρόνος κατά τον οποίο ένας έστω και πρόωρος τοκετός θα μπορούσε να οδηγήσει σε βιώσιμα νεογνά. Η εταιρεία μας είναι σε θέση να εξυπηρετήσει ζευγάρια, που επιθυμούν τη φύλαξη του ομφαλικού αίματος, ακόμη και την ώρα που η επίτοκος ξεκινά για το μαιευτήριο. Είναι όμως προτιμότερο, η ενημέρωση των ζευγαριών και η σύναψη της συμφωνίας να γίνεται εγκαίρως.
Τα βλαστοκύτταρα μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε οποιοδήποτε άτομο, από την οικογένεια ή το ευρύτερο περιβάλλον της, είναι ιστοσυμβατό με αυτά. Περιορισμούς στα παραπάνω μπορεί να θέσει η παρουσία μεταδοτικών παραγόντων ή/και η διαθέσιμη ποσότητα του δείγματος. Σε κάποιες περιπτώσεις, η απαραίτητη δόση βλαστοκυττάρων σε μία μεταμόσχευση, είναι ανάλογη με το σωματικό βάρος του ασθενούς. Έτσι, η διαθέσιμη ποσότητα ενός δείγματος, μπορεί να μην επαρκεί για άτομα μεγάλου σωματικού βάρους.
Νομικά, το κάθε δείγμα ανήκει αποκλειστικά στην οικογένεια που το κατέθεσε και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί πουθενά χωρίς τη δική της συναίνεση. Αν η οικογένεια ζητήσει να χρησιμοποιηθεί το δείγμα σε κάποιο γνωστό της άτομο, που τυχαίνει να είναι ιστοσυμβατό, αυτό μπορεί να γίνει μόνο δωρεάν, αποκλείοντας οποιαδήποτε σχετική χρηματική ανταμοιβή.
Μέχρι σήμερα, χιλιάδες αυτομεταμοσχεύσεις βλαστοκυττάρων έχουν πραγματοποιηθεί παγκοσμίως για την αντιμετώπιση ασθενειών, όπως λεμφώματα, καρκινικοί όγκοι, καρδιακά νοσήματα κ.α. Βάσει των στοιχείων του Ελληνικού Οργανισμού Μεταμοσχεύσεων το 57.5% των μεταμοσχεύσεων μυελού των οστών που πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα το 2002 ήταν αυτόλογες, με χρήση δηλαδή των κυττάρων του ίδιου του ασθενούς. Η πρώτη αυτόλογη μεταμόσχευση ομφαλικού αίματος, έγινε με επιτυχία στην Ευρώπη το 2001 για τη θεραπεία ενός βρέφους που έπασχε από Ρετινοβλάστωμα. Τον Ιανουάριο του 2007 ανακοινώθηκε και η πρώτη αυτόλογη μεταμόσχευση για την αντιμετώπιση της παιδικής λευχαιμίας. Σήμερα, αυτόλογες μεταμοσχεύσεις ομφαλικού αίματος πραγματοποιούνται για την αντιμετώπιση ενός πλήθους ασθενειών, όπως καρκινικοί όγκοι, λευχαιμίες, αναιμίες, παιδικός διαβήτης, εγκεφαλική παράλυση κ.α.
Ο βασικότερος περιορισμός των βλαστοκυττάρων του ομφαλικού αίματος, εστιάζεται στην ποσότητα που συνήθως συλλέγεται σε κάθε τοκετό. Η ποσότητα που απαιτείται σε μία μεταμόσχευση ή κυτταρική θεραπεία, εξαρτάται από παράγοντες, όπως το είδος και η έκταση της πάθησης και σε κάποιες περιπτώσεις το σωματικό βάρος του λήπτη. Έτσι, με βάση τα σημερινά επιστημονικά δεδομένα, μία μονάδα ομφαλικού αίματος μπορεί να επαρκεί για 1 (σπάνια 2) εφαρμογές, χωρίς να αποκλείεται να αποδειχθεί και ανεπαρκής από μόνη της, αν η πάθηση και το βάρος του ασθενούς παραπέμπουν σε ανάγκη μεγαλύτερης ποσότητας, από αυτή που είναι διαθέσιμη.
Εντούτοις, ελπιδοφόρες εξελίξεις έρχονται από δύο πλευρές: α. τις διεθνείς προσπάθειες εργαστηριακού πολλαπλασιασμού των βλαστοκυττάρων (κάτι που ήδη έχει επιτευχθεί και πλέον βρίσκεται στο στάδιο των κλινικών δοκιμών - χωρίς όμως να αποτελεί ακόμη στάνταρ διαδικασία) και β. τη συνδυασμένη χρήση του δικού μας ομφαλικού αίματος και τη συμπλήρωσή του με - έστω μερικώς ιστοσυμβατό - ξένο μόσχευμα, κάτι που μπορεί να βρεθεί σχετικά ευκολότερα, σε αντίθεση με ένα απόλυτα ιστοσυμβατό ξένο μόσχευμα, που είναι περισσότερο δύσκολο να βρεθεί.
Το βασικό μειονέκτημα της αποθήκευσης σε κρυοασκούς, αφορά στην αδυναμία τμηματικής απόψυξης του δείγματος, το οποίο αναγκαστικά αποψύχεται στο σύνολό του. Έτσι, δεν είναι δυνατή η απόψυξη μικρού τμήματος του δείγματος για ενδεχόμενο πολλαπλασιασμό ή διενέργεια περαιτέρω ελέγχων οι οποίοι ίσως απαιτηθούν μελλοντικά. Από την άλλη μεριά, η φύλαξη σε κρυοασκούς μειώνει τα απαιτούμενα βήματα επεξεργασίας, που μπορούν να γίνονται αυτόματα, μειώνοντας έτσι το κόστος και την απαιτούμενη εξειδίκευση του επιστημονικού προσωπικού που απασχολείται.
Αντίθετα, η φύλαξη των δειγμάτων σε κρυοφιαλίδια, απαιτεί περισσότερη εργασία, η οποία μάλιστα πρέπει να διενεργείται από εξειδικευμένο προσωπικό, που έχει εμπειρία σε χειρισμούς σε στείρες συνθήκες. Βασικό πλεονέκτημα αποτελεί η ικανότητα απόψυξης διαφορετικών ποσοτήτων ομφαλικού αίματος, ανάλογα με τις ανάγκες κάθε φορά. Πλεονέκτημα αποτελεί και η αυτονόητα μεγαλύτερη ασφάλεια που παρέχει ο επιμερισμός του κάθε δείγματος σε περισσότερα κρυοφιαλίδια σε αντίθεση με τη φύλαξη σε έναν και μοναδικό ασκό, ο οποίος θεωρητικά θα μπορούσε να τραυματιστεί μηχανικά.
Σε κάθε δείγμα ομφαλικού αίματος διενεργούνται τριών ειδών έλεγχοι:
α). Το πρώτο είδος ελέγχων αφορά στο αν αξίζει ένα δείγμα να καταψυχθεί. Οι έλεγχοι αυτοί αφορούν την ποσότητα (αρχικός όγκος αίματος ή αριθμός κυττάρων μεγαλύτερος ενός αποδεκτού ορίου) και την ποιότητα του δείγματος (παρουσία πηγμάτων, σημείων αιμόλυσης ή άλλων μακροσκοπικών αλλοιώσεων).
β). Το δεύτερο είδος ελέγχων αφορά στην παρουσία ιών που μεταδίδονται με το αίμα, όπως ο ιός του AIDS, της Ηπατίτιδας (Β & C) και της Σύφιλης. Οι έλεγχοι αυτοί μπορούν να διενεργηθούν είτε απευθείας στο ομφαλικό αίμα (οπότε θα χρειαστεί να χαθεί μια μικρή ποσότητά για χάρη του ελέγχου) είτε στο αίμα της μητέρας (οπότε θα απαιτηθεί μια μικρή ταλαιπωρία από μέρους της). Με βάση τον Νόμο, σε περίπτωση θετικού αποτελέσματος, η τράπεζα έχει το δικαίωμα να αρνηθεί τη φύλαξη του δείγματος. Αν το δείγμα φυλαχθεί, θα πρέπει να σημανθεί ότι προορίζεται μόνο για αυτόλογη χρήση (δεν θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί από άλλο μέλος της οικογένειας) και θα πρέπει να ληφθούν επιπλέον μέτρα προστασίας σε περίπτωση που απαιτηθεί η μεταφορά του.
γ). Το τρίτο είδος ελέγχων αφορά στην παρουσία βακτηριολογικών παραγόντων που μπορεί να επιμόλυναν το δείγμα κατά τη συλλογή ή την επεξεργασία του και στοχεύει στην ανίχνευση και την ταυτοποίηση τυχόν τέτοιων παραγόντων. Η ύπαρξη βακτηριολογικών επιμολύνσεων δεν σημαίνει την αυτόματη απόρριψη του δείγματος. Η διενέργεια του βακτηριολογικού ελέγχου έχει σαν ρόλο από τη μία πλευρά την παρακολούθηση και πιθανή βελτίωση του τρόπου λήψης και από την άλλη πλευρά την παροχή χρήσιμων πληροφοριών στον μεταμοσχευτή ιατρό, που ενδεχομένως κληθεί να χρησιμοποιήσει το δείγμα.
Το ζήτημα της δημόσιας και της ιδιωτικής φύλαξης είναι ένα θέμα φιλοσοφικό και ιδεολογικό, το οποίο έχει περισσότερες από μία σωστές απαντήσεις. Για τη λήψη της όποιας απόφασης, παρατίθενται τα παρακάτω δεδομένα:
Οικογενειακή Φύλαξη | Δημόσια Δωρεά |
---|---|
Γίνεται έναντι χρηματικού κόστους | Είναι δωρεάν |
Το δείγμα ανήκει στην οικογένεια | Το δείγμα δωρίζεται, και η οικογένεια χάνει κάθε δικαίωμα επάνω του |
Η οικογένεια ενημερώνεται πάντα με επίσημο πιστοποιητικό αναλυτικών εργαστηριακών εξετάσεων για την επιτυχή φύλαξη του δείγματος | Η οικογένεια δεν γνωρίζει αν η φύλαξη του δείγματος είναι επιτυχής. Τα δείγματα που κρίνονται ακατάλληλα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για ερευνητικούς σκοπούς |
Το δείγμα είναι άμεσα διαθέσιμο προς χρήση κατόπιν αιτήματος της οικογένειας | Στην περίπτωση που κάποιο μέλος της οικογένειας νοσήσει, απαιτείται αναζήτηση ιστοσυμβατού μοσχεύματος |
Η πιθανότητα να χρειαστεί ένα άτομο μεταμόσχευση βλαστοκυττάρων στη διάρκεια της ζωής του (με τα σημερινά δεδομένα) κυμαίνεται από 1/400 έως 1/100 | Η πιθανότητα να χρησιμοποιηθεί σε κάποιον, ένα δείγμα που δωρίζεται, είναι συγκριτικά μεγαλύτερη |
Σε περίπτωση ασθένειας που χρίζει ΑΥΤΟΛΟΓΗΣ μεταμόσχευσης, το άτομο που έχει φυλαγμένο το δικό του αίμα είναι 100% εξασφαλισμένο | Το 1/3 των ασθενών που χρειάζονται μεταμόσχευση δεν μπορούν να βρουν συμβατό μόσχευμα |
Σε περίπτωση ασθένειας που χρίζει ΑΛΛΟΓΕΝΟΥΣ μεταμόσχευσης, οι πιθανότητες επιβίωσης είναι 2πλάσιες, όταν το μόσχευμα προέρχεται από ιστοσυμβατό συγγενή (π.χ. δείγμα αδερφού, που έχει φυλαχθεί ιδιωτικά) | Ακόμη κι αν βρεθεί συμβατό μόσχευμα από ξένο δότη, οι πιθανότητες ίασης είναι μικρότερες, συγκριτικά με τη λήψη δείγματος από συγγενικό πρόσωπο (π.χ. αδερφό) ίσης ιστοσυμβατότητας |
Το δείγμα ανήκει στην οικογένεια και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε οποιαδήποτε σημερινή ή μελλοντική εφαρμογή αναγεννητικής ιατρικής ή/και μηχανικής ιστών | Το δείγμα ανήκει στο δημόσιο και φυλάσσεται, προς το παρόν, αποκλειστικά για χρήση σε αιματολογικά νοσήματα |
Με τη φύλαξη του ομφαλικού αίματος, επιτυγχάνεται η φύλαξη όλων των κυττάρων που αυτό περιέχει δηλαδή τόσο των Αιμοποιητικών όσο και των Μεσεγχυματικών βλαστοκυττάρων. Έτσι, όταν το ομφαλικό αίμα φυλάσσεται ιδιωτικά, δεν υπάρχει ανάγκη ταυτόχρονης απομόνωσης Μεσεγχυματικών βλαστοκυττάρων και από άλλες πηγές.
Εντούτοις, αν κάποιο ζευγάρι σκοπεύει να δωρίσει το ομφαλικό αίμα του παιδιού του, θα είχε νόημα η ξεχωριστή φύλαξη Μεσεγχυματικών κυττάρων από άλλη πηγή. Εκτός από το ομφαλικό αίμα, Μεσεγχυματικά κύτταρα μπορούν να βρεθούν σε τμήμα του ομφαλίου λώρου (γέλη του Warton), στα νεογιλά δόντια των παιδιών και ακόμη καλύτερα στους φρονιμίτες των ενηλίκων, καθώς και στο λίπος που αποτελεί την πλουσιότερη πηγή τέτοιων κυττάρων. Εντούτοις, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι τα Μεσεγχυματικά κύτταρα μπορούν εύκολα να πολλαπλασιαστούν στο εργαστήριο, και συνεπώς δεν υπάρχει ανάγκη προληπτικής φύλαξής τους.
Κάθε δείγμα που είναι φυλαγμένο ιδιωτικά, ανήκει σε κάποιον. Η τράπεζα φύλαξης δεν δικαιούται να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε δείγμα, χωρίς τη συναίνεση των γονέων, οι οποίοι και διατηρούν την κυριότητα του δείγματος, σε όλη τη διάρκεια της φύλαξής του.
Το ομφαλικό αίμα δεν αποτελεί σπάνιο υλικό - σπάνιο είναι να βρεθεί ιστοσυμβατό δείγμα! Μεγάλες ποσότητες ομφαλικού αίματος είναι δυνητικά διαθέσιμες σε οποιοδήποτε ιδιωτικό ή δημόσιο μαιευτήριο, οι οποίες θα μπορούσαν να καλύψουν τις όποιες ερευνητικές ή άλλες ανάγκες. Συνεπώς, κανείς δεν θα είχε λόγο να χρησιμοποιήσει ένα ιδιωτικό δείγμα.
Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι, τόσο στην Ελλάδα όσο και στον υπόλοιπο «δυτικό» κόσμο, απαγορεύεται ρητά η οποιαδήποτε αγοροπωλησία βιολογικού υλικού (όπως σπέρμα, ωάρια, αίμα κ.τ.λ.). Σε περίπτωση παράβασης της σχετικής νομοθεσίας, προβλέπονται αυστηρότατες ποινές για το δότη, τον λήπτη, το ιατρικό κέντρο και τον γιατρό που μεσολάβησε.
Ο φόβος ότι «…από τα βλαστοκύτταρα του παιδιού μου, θα μπορεί κανείς να έχει πρόσβαση στα γενετικά του δεδομένα…» δεν έχει βάση. Με τις σύγχρονες μεθόδους γενετικής ανάλυσης, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει από το αίμα, το σάλιο, τις τρίχες και το δέρμα οποιουδήποτε ατόμου, χωρίς ανάγκη πρόσβασης στα βλαστοκύτταρά του.
Copyright © 2011, CRYOTECH A.E.
Σχεδιασμός & Κατασκευή, ΑΝΑΔΟΜΗΣΙΣ Μηχανικοί